- ἄβρωμα
- ἄβρωμα, ein Frauenkleid; wohl eins mit ἀφάβρωμα, dem Kleide der megarischen Frauen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
άβρωμα — (abroma).Δέντρο της Ασίας, συγγενικό με το κακάο και την κόλα. Ο φλοιός του χρησιμοποιείται για την κατασκευή σχοινιών και υφασμάτων. Το όνομά του προέρχεται από τη λέξη βρώμα (= τροφή). Τα δέντρα του είδους χαρακτηρίζονται επιστημονικά ως… … Dictionary of Greek
ἄβρωμα — ἄβρωμος free from smell neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφάβρωμα — ἀφάβρωμα, το (Α) μεγαρικό γυναικείο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ < απο + άβρωμα «στολής γυναικείας είδος» (Ησύχ.)] … Dictionary of Greek